οιναποθήκη

οιναποθήκη
[инапотики] ουσ. θ. винный склад, винный погреб,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οιναποθήκη" в других словарях:

  • οιναποθήκη — η αποθήκη κρασιού, κάβα, χώρος κτηρίου ή κτήριο για αποθήκευση κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἀποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Πονηρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • οινοθήκη — οἰνοθήκη, ἡ (ΑΜ) οιναποθήκη αρχ. βυτίο, βαρέλι κρασιού …   Dictionary of Greek

  • οινώνας — ο (ΑΜ οἰνών και οἰνεών, ῶνος) οιναποθήκη, αποθήκη κρασιού αρχ. οινοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. εών / ών (πρβλ. καλαμ ών[ας])] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»